αγγειοπάθεια

αγγειοπάθεια
Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται κάθε είδους παθολογική κατάσταση των αγγείων, ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκαλούν ή τις εκδηλώσεις με τις οποίες συνοδεύεται.
* * *
η (Ιατρική)
γενική ονομασία για κάθε νόσο τών αγγείων, ανεξάρτητα από αίτια και εκδηλώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αγγείο + -πάθεια, πρβλ. γαλλ. angiopathie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγγειοπάθεια — η (ιατρ.), πάθηση των αγγείων του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”